Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΣΟΥΡΟΥΠΟ, ΣΕ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ

 Τα μάτια σου με το κίτρινο λίβα

 καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.

 

Ήμερο βράδυ βελάζει σαν χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει  στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα    με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.

 

Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή    μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.

[ΣΟΥΡΟΥΠΟ από την ενότητα ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013 και άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]

 



ΚΥΡΙΑΚΗ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Ολίγο φως στους ώμους   - σαν σκόνη

και σε γονατίζει.

 

Απόγευμα

όπως – όπως τα σπίτια

το ένα πάνω στο άλλο.

 

Η κυρα-Καλή ταΐζει τις κότες

απ’ τον έβδομο δρόμο.

Καταριέται το πράσινο Φίατ,

τις τρόμαξε πάλι.

 

ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΗΣ ΤΡΕΛΗΣ

Στάθηκε απέναντι κι έλεγε κάτι σε μια γυναικούλα, της έδειχνε κιόλας τα ούλα της.

Η άλλη την κοίταζε σαν οδοντίατρος, κούναγε το κεφάλι, σφιγμένη στο μαύρο παλτό της, με χιονίστρες στα χέρια θα ’τανε, με κάλους στα μικρά δάχτυλα των ποδιών, με μια τρύπα σαν κεφάλι καρφίτσας σε μέρος κρυφό και τη ρούφαγε ο θάνατος, σαν αυγό, με το πάσο του.

Πέρασε το δρόμο μετά κι ήρθε ίσια στη διπλανή μου «Να» της έλεγε κι έδειχνε πάλι τα ούλα της «αίμα, αίμα, με ξεπάτωσε» το μάτι της όλο γυαλάδα και μ’ άγγιξε λίγο με το παλτό καθώς χτυπιόταν ξεκούμπωτο στον αέρα.

Πράσινο παλτό ξεβαμμένο, με παλιούς λεκέδες πάνω του

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΠΟΛΛΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη

βαπόρι σ’ άφησε πικρό σε τούτο τα βουνά,

πεινά η καρδιά σου νηστική και του καημού αποφόρι

φύγαν οι ανθρώποι για παντού, στραγγίξαν τα νερά.

Έτσι χορτάτη λησμονιά και του Θεού αποκούμπι

ακούμπησε τη ράχη σου στον τοίχο του σπιτιού,

τ’ αυτιού σου τα πατερημά και των νερών οι τούμποι

ν’ ανοίξουν να σας πάρουνε ως τη φωλιά του αετού.

Να μείνει ο κόσμος ξέσκεπος, ξαρμάτωτος να μείνω

κινίνο να ’ν’ το μάτι μου, κινίνο κι η φωνή

χωνί στα χέρια καθενού το αίμα μου να χύνω

στις νταμιζάνες του τυφλού οπού βαστάει κερί.

 

ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΣΤΑ ΧΑΥΤΕΙΑ

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,

Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,

είκοσι χρόνια σου πληρώνω νοίκι.

 

Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,

νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.

Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα

σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.

 

Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες

και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,

με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες

 

στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,

ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες

που βγάζαμε σε άλλες φωτογραφίες.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΑΝΙΣΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Άλλη μια νύχτα με σκυμμένους ώμους,

με νάιλον σακούλες και τσαντάκια.

Των διαβάσεων τα φαναράκια

ηλιοβασίλεμα θυμίζουμε και δρόμους,

 

που παίρναμε παιδιά και δεν μας βγάζαν

στο σπίτι με την άγκυρα στον πάτο,

αλλά γραμμή στον Πόντιο Πιλάτο.

Τα χέρια του δυο ζώα που νυστάζαν.

 

Ω συμπολίτες, ω πικροί μου φίλοι

άνισα δικαιώματα ζητήστε

κι αν πιάσει της ψυχής σας το φιτίλι,

 

όλους τους βουλευτές καταψηφίστε

και βγείτε με το μπόι του ο καθένας,

να λάμψει ο κρυμμένος σας πυθμένας.

 

ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ

Πνιγμένος τόσα χρόνια κι είσαι πάντα

μπηγμένος αχινός στον ουρανό σου.

Περνούσε χθες επάνω στο κανό σου,

άηχη των Φιλιατών η μπάντα.

 

Στη θάλασσα, στο χώμα θα ’ταν ίδια

άσπρα τα κόκαλά σου και γλειμμένα.

Όλα βουβά και όλα μιλημένα,

λόγια μου λυπημένα κατοικίδια.

 

Το χέρι που στα φύκια σ’ έχει ρίξει

να το ’κοβα ψηλά μ’ ένα δρεπάνι,

ο κόσμος σαν μυλόπετρα να τρίξει,

 

να βγουν απ’ το θεόρατο τηγάνι

τα ψάρια του καλόγερου και πίσω

την πόρτα ανάμεσά μας να μην κλείσω.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΘΑ ’ΧΟΥΜΕ ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΓΝΩΡΙΣΤΕΙ ΚΙ ΕΜΕΙΝΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ (1)

2. Τρένο παλιό τα λόγια μου σου λέω,    βαγόνι το βαγόνι ξεδοντιάστηκα.

 

3. Θέλει κι η νύχτα μια γουλιά απ’ το αίμα σου    για να σαλπίσει τ ’άστρα της.

 

4. Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί που    το κορμί σκοντάφτει. Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,    μένεις απ’ έξω.

 

5. Χρόνια που πέσαν πάνω μας σαν προβολείς.

Μας ντουφεκίζουν έναν-έναν,    σαστισμένους λαγούς.

 

6. Περίπολοι της νικοτίνης.

Οι κάννες τόσων τσιγάρων    στραμμένες επάνω μου.

 

7. Έντομο ή βλέμμα!

Έντρομο φεύγει το καλοκαίρι,    παλιά μουσική μου τρώει τα δάχτυλα.

 

8. Η φωνή σου κάνοντας δεύτερη,

η φωνή σου κόλουρος κώνος,

η φωνή σου βοηθητικός φαντάρος I5.

 

9. Τριμμένο σακάκι, τριμμένο χέρι    μασχάλες ξηλωμένες.

Που θα φανούν στη σταύρωση.

 

10. Ζυγώνει το μέλλον, σφραγισμένη μποτίλια.

Αδειανή ή γεμάτη, ρωτούν οι γονείς.

Μαύρη, παιδιά μου, μαύρη τους λέω.

 

11. Ελλάδα ’80:

μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο    με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.

 

12. Τραβάς την αλυσίδα κι ο ήχος του νερού    σα να το πνίγουν στη λεκάνη.

Η φτερωτή της μέρας παίρνει να γυρίζει.

 

13. Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές.

Μ’ όλες του τις αφλογιστίες, πιάνει κάποτε.

 

14. ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ:

Θα λάμπουνε ψηλά τα αστέρια    τα μάτια των πουλιών

και που και που    η καύτρα ενός τσιγάρου!..

[ΑΚΑΡΙΑΙΑ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980  - Art by Edvard Munch ]

 

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΞΥΠΟΛΥΤΗ ΚΙ ΟΛΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΖΑΜΙΑ (κι άλλα μονόξυλα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Χεριές – χεριές η ρίγανη, χεριές-χεριές ο ουρανός.

 

Κάποτε τα βουνά χιονισμένα χειμαδιά της φυλής.

 

Ίσκα τα μάτια σου καπνίζουν ήσυχα το σούρουπο.

 

Το κλάμα σου καλώδιο· το πιάνω με βρεγμένα χέρια.

 

Αχ το πεντάνευρο φύλλο της παλάμης σου.

 

Η φόδρα του φάρου σχίζεται κι ορμάει το σκοτάδι.

 

Η άλλη κόψη του κορμιού, η αθέατη.

 

Νάρκη ψυχή θα σε πατήσω σαν οχιά.

 

Ψηλά τα χέρια, κάτω τα στιλό

 

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ…

(αθέατος βασιλικός μυρίζει, βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας)

ΠΟΥ ΠΑΣ ΓΥΜΝΗ ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΣΠΑΡΤΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ: Κι εσύ που ξέρεις από Ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω  κινδυνεύουμε: εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους!... (Κι ας με διαβάζεις…) προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι…  Κάθε τόσο κάνει(ς) μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που σε ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω σου ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό… Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό... Το σηκώνει(ς), μιλάς χειρονομώντας, σαν να γράφει(ς) στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς (σου)… Ξαφνικά σηκώνει(ς) το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους και το κλείνει(ς) απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει(ς) μετά προσεκτικά, φυσάς τη σελίδα και με κοιτάζει(ς) κατάματα. Χαμογελάω χαζά. – Πούσκιν; ρωτάω. – Πούσκιν, απαντάς. – Ρωσίδα; ρωτάω  – Ουκρανή, διορθώνει(ς). Πουτάνα, σκέφτομαι.– Όχι· ποιήτρια, διορθώνεις… Και ξανακάνεις την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διαβάζεις) τις σκέψεις μου. [σκόρπιοι στίχοι από τα ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ, μια μικρή πικάντικη ιστορία από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά ΓΥΝΑΙΚΩΝ]

Παρασκευή, 25 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ